- κοινωνιομετρία
- Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για παράδειγμα, μια ομάδα από 12 πρόσωπα, ένα άτομο που έχει πολλούς φίλους). Ο Αμερικανός ψυχίατρος Μορένο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο κ. το 1915 για να εκφράσει την κατάσταση του socius (κοινωνικότητας) και πρότεινε μια απλούστατη τεχνική για τη μέτρησή της. Αν όλα τα μέλη μιας ομάδας ερωτηθούν ποιο από τα άλλα μέλη της προτιμούν (για λόγους συμπάθειας ή χρησιμότητας) για να μοιραστούν μαζί του ορισμένες εμπειρίες της ζωής ή δραστηριότητες της ομάδας, θα είναι δυνατόν να καταστρωθεί ένα οργανικό διάγραμμα των συναισθηματικών και λειτουργικών σχέσεων, υπαρκτών στην ομάδα, αλλά ως επί το πλείστον αφανών στη συνηθισμένη συμπεριφορά. Το διάγραμμα αυτό ονομάζεται κοινωνιόγραμμα λόγω της μορφής και του περιεχομένου του. Μπορεί να καταγράψει τη γραφική παράσταση της δομής της ομάδας (για παράδειγμα, υποομάδες ή κοινωνικάάτομα από δύο ή περισσότερα πρόσωπα), διάφορους αριθμητικούς δείκτες, οι οποίοι εκφράζουν τις έλξεις και τις απωθήσεις που ασκεί κάθε μέλος προς τα άλλα ή τον ρόλο που επιφυλάσσει η ομάδα σε κάποιο μέλος (εκλεκτός, αποκρουόμενος, αδιάφορος), καθώς επίσης και γενικούς δείκτες της συνοχής ή των αντιθέσεων μέσα στην ομάδα.
Η χρήση των κοινωνιομετρικών τεστ έχει επεκταθεί σήμερα σε πολλές πρακτικές εφαρμογές, εκτός από εκείνες που επινόησε αρχικά ο Μορένο για την ομαδική ψυχοθεραπεία, και τα κοινωνιομετρικά τεστ συμπληρώνουν τις πληροφορίες που αντλούνται με τα συνήθη ψυχολογικά τεστ για τα προσωπικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Επίσης, χρησιμεύουν για τη συγκρότηση αρμονικών ομάδων που προορίζονται για ομαδικές εργασίες, καθώς και για επιστημονικές έρευνες με αντικείμενο τη μικροκοινωνιολογία.
Γραφική παράσταση μερικών δειγμάτων «κοινωνικών ατόμων» (A, B, Γ, Δ) και άλλων σχηματισμών σύμφωνα με ένα κοινωνιομετρικό τεστ: Ε) άστρο γύρω από έναν ηγέτη· Ζ) αποδιοπομπαίος τράγος (άτομο που απωθείται από την ομάδα)· Η) άτομο απομονωμένο από την ομάδα. Τα κόκκινα βέλη δείχνουν τις ευμενείς σχέσεις και τα γαλάζια τις δυσμενείς μεταξύ ατόμων που συμβολίζονται με μικρούς κύκλους.
* * *η(κοινων.) μέθοδος και τεχνική με τη βοήθεια τής οποίας μελετώνται οι σχέσεις που δημιουργούνται στην εσωτερική δομή τών κοινωνικών ομάδων και με κριτήριο το κατά πόσο προσεγγίζουν ή απέχουν μεταξύ τους τα μέλη τής ίδιας ομάδας.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociometrie < socio- που αποδίδεται ως κοινωνιο-*) + -metrie (πρβλ. -μετρία)].
Dictionary of Greek. 2013.